αμάχη

αμάχη
η ненависть, злоба;

τούχω (πολλή) αμάχη — я его ненавижу


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αμάχη" в других словарях:

  • αμάχη — η (προτακτ. α + μάχη), έχθρα, μίσος: Του χει αμάχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάχη — η 1. έχθρα, μίσος, απέχθεια, εμπάθεια 2. το αμάχι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + αρχ. μάχη πιθ. με επίδραση τού αντιθέτου αγάπη. ΠΑΡ. αμαχεύω] …   Dictionary of Greek

  • αμαχεύω — [αμάχη] 1. δημιουργώ αμάχη ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, τούς κάνω εχθρούς τον ένα με τον άλλο 2. έχω αμάχη με κάποιον, τόν μισώ 3. βάζω κάτι ενέχυρο, υποθηκεύω …   Dictionary of Greek

  • αμάχι — το (Μ ἀμάχι) το ενέχυρο, η υποθήκη, η αμάχη*, κυρίως στη φράση «βάζω αμάχη ή αμάχι» ενεχυριάζω, υποθηκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μάχη κατά το σχήμα ἀλλαγή ἀλλάγιον > ἀλλάγι] …   Dictionary of Greek

  • ντουέλο — το (διαλ.) μονομαχία, πόλεμος, αμάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. duello «μονομαχία» < λατ. duellum, αρχαϊκός τ. τού bellum «πόλεμος»] …   Dictionary of Greek

  • πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • φταίξιμο — το σφάλμα, παράπτωμα, αμάρτημα, λάθος: Κάκια κι αμάχη μου κρατά το γιαρενόπουλό μου, να το ρωτήσω να μου πει ίντα ν το φταίξιμό μου (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χολή — η 1. έκκριμα του συκωτιού που χύνεται στα έντερα και συντελεί στην πέψη των τροφών. 2. η κύστη που περιέχει το παραπάνω υγρό. 3. πικρία, κακία, λύπη: Τα λόγια του στάζουν χολή. 4. παροιμ. «Έχουν τ αντρόγυνα χολή, έχουν τ αδέρφια αμάχη», μεταξύ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»